παραμορφωμένος, -η, -ο
paramorfome΄nos, -i, -o
disfigured
dισφίγκιουρd
Ερμηνεία:
Αυτός που έχει παραμορφωθεί, έχει διαταραχτεί ή αλλοιωθεί η μορφή του.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Total nasal skeletal reconstruction disfigured by granulomatosis with polyangitis (wegener granulomatosis). Hafezi F, Naghibzadeh B, Ashtiani AK, Nouhi AH, Naghibzadeh G. Plast Reconstr Surg Glob Open. 2015 Mar 6;3(2):e308.
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Πλαστική χειρουργική:
|